- Ιαονιος
- ἸαόνιοςἸᾱόνιος3досл. ионический, перен. аттический, афинский или греческий Aesch., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιαόνιος — ιαόνιος, ία, ον (Α) 1. ιωνικός 2. αθηναϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιάονες, Ίωνες + κατάλ. ιος. Παλαιότερος τ. τού ιώνιος] … Dictionary of Greek
Ἰαόνιον — Ἰαόνιος from Ionia masc acc sg Ἰαόνιος from Ionia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαονίης — Ἰαόνιος from Ionia fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαονίοισι — Ἰαόνιος from Ionia masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαονίας — Ἰαονίᾱς , Ἰαόνιος from Ionia fem acc pl Ἰαονίᾱς , Ἰαόνιος from Ionia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαονίηθε — Ἰαονίηθε (Α) επίρρ. από την Ιωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιαόνιος + θε(ν), αρχαΐζουσα μορφή] … Dictionary of Greek
Ιαονίς — Ιαονίς, ίδος, ἡ (Α) τ., η Ιωνίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού τ. ιαόνιος*] … Dictionary of Greek
Ἰαονίαν — Ἰαονίᾱν , Ἰαόνιος from Ionia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)